αντιχτυπώ

αντιχτυπώ
-ησα, -ήθηκα, -ημένος, ανταποδίνω το χτύπημα: Τον αντιχτύπησε στο πρόσωπο· το μέσο αντιχτυπιέμαι δέρνομαι: Βρίστηκαν κι ύστερα αντιχτυπήθηκαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αντιχτυπώ — κ. κτυπώ ( άω) (AM ἀντικτυπῶ, έω) συγκρούομαι «ἀντικτυποῡντος τοῡ πρώτου τῷ δευτέρῳ» (Π. Ανθ.), «όπου οι κλώνοι αντικτυπούν» (Σολωμός) νεοελλ. χτυπώ, πλήττω μσν. αντηχώ …   Dictionary of Greek

  • αντικτυπώ — βλ. αντιχτυπώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”